- ἑλκτικά
- ἑλκτικόςfit for drawingneut nom/voc/acc plἑλκτικά̱ , ἑλκτικόςfit for drawingfem nom/voc/acc dualἑλκτικά̱ , ἑλκτικόςfit for drawingfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἑλκτικάς — ἑλκτικά̱ς , ἑλκτικός fit for drawing fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… … Dictionary of Greek